- φιλοστρατιώτης
- φιλοστρατιώτηςthe soldier's friendmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοστρατιώτης — ὁ, Α 1. (ιδίως για άρχοντα) αυτός που αγαπά τους στρατιώτες 2. αυτός που αγαπά τις στρατιωτικές ασκήσεις («ἐκ παίδων εὐθὺς ἦν φιλοστρατιώτης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στρατιώτης] … Dictionary of Greek
φιλοστρατιώτην — φιλοστρατιώτης the soldier s friend masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)